Ψυχοθεραπεία ή ψυχονοσηλεία;
Αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσο σχετίζεται το θεραπευτικό αίτημα κάποιου που ξεκινά ψυχοθεραπεία με το αντίστοιχο ζητούμενο του θεραπευτή. Με λίγα λόγια, ξεκινώ ψυχοθεραπεία για να επιλύσω κάποια ζητήματα εσωτερικά ή πρακτικά, στοχεύοντας στην επίλυση συγκεκριμένων αδυναμιών μου, ενώ αντίθετα ο ψυχοθεραπευτής μου ρίχνει εντελώς αλλού το φως και εντοπίζει το «πρόβλημα» σε τελείως αχαρτογράφητα νερά για μένα. Και προφανώς αυτή η μετατόπιση του προβλήματος δεν αποτελεί προσωπική διαστροφή του θεραπευτή μου, αλλά ριζωμένη πεποίθηση που προέρχεται από το θεωρητικό του υπόβαθρο, την εμπειρία και το δικό του ψυχοθεραπευτικό ταξίδι.
Για τον θεραπευτή, η ψυχοθεραπευτική πράξη αρχίζει με την προσπάθεια να αναδειχθούν οι στρεβλωμένες κοσμοθεωρίες, στάσεις ζωής και μοτίβα αλληλεπίδρασης που κινούν όλα τα νήματα της ύπαρξης μας. Βασικό του μέλημα είναι καταρχάς η επιβίωση και σε δεύτερο χρόνο η ευημερία.
Σαν τον παθολόγο ψάχνει να βρει ποια είναι τα τρωτά σημεία του ψυχικού σώματος που πάσχουν και που αν δεν ιαθούν θα προκαλέσουν την κατάρρευση, την εντροπία του συστήματος. Οι πληγές χρειάζονται επούλωση και οι κακές συνήθειες διακοπή ή περιορισμό. Η δουλειά του παθολόγου είναι απλή και γραμμική. Για παράδειγμα, η αλόγιστη χρήση αλκοόλ, έχει οδηγήσει σε βλάβη στο ήπαρ. Η διακοπή του αλκοόλ και η ενίσχυση του οργανισμού με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία θα επισπεύσει τη διαδικασία ίασης του ήπατος. 1+1 κάνουν 2. Η δουλειά του ψυχοθεραπευτή, από την άλλη δεν είναι ούτε απλή, ούτε γραμμική, ούτε αυταπόδεικτη. Ούτε η γλώσσα που μιλάει, ούτε οι εξηγήσεις που δίνει, ούτε οι θεραπευτικές αλλαγές που προτείνει είναι οικεία και ευκολοχώνευτα. Αντίθετα, πολλές φορές ακούγονται τρελά!
Πόσο δύσκολο, είναι λοιπόν, για τον θεραπευτή, να πείσει τον θεραπευόμενο με αυτή την αλλόκοτη γλώσσα του και τις τρελές ιδέες του, ότι αλλού πρέπει να στρέψει το βλέμμα του και διαφορετική είναι η πηγή των βασάνων του; Και ότι αυτή η μετατόπιση δεν είναι αναγκαία απλώς για την επίλυση του ζητήματος που τον έφερε στη θεραπεία αλλά για την ίδια την υγεία και την επιβίωση του;
Η απάντηση είναι: πολύ δύσκολο! Και χρονοβόρο. Και κοπιαστικό. Αλλά ηθικό. Αν θέλουμε να λεγόμαστε θεραπευτές και όχι νοσηλευτές. Οι θεραπευτές ίσως χρειαστεί να κάνουν εγχειρήσεις, μεταμοσχεύσεις, να δώσουν ισχυρές αντιβιοτικές θεραπείες. Ίσως η αγωγή τους είναι επώδυνη και μακροχρόνια. Γιατί στοχεύει στην θεραπεία. Οι νοσηλευτές κάνουν θερμομέτρηση, αλλάζουν ορούς και φροντίζουν πληγές. Ανακουφίζουν με αγωγές και κομπρέσες. Καταγράφουν απλώς την πορεία του ασθενή, έχουν το νου τους να μη κακοφορμίσει το τραύμα αλλά δεν το θεραπεύουν. Και δεν είναι αυτή η δουλειά του ψυχοθεραπευτή. Αλλιώς θα τον λέγανε ψυχονοσηλευτή.
Το πιο συνηθισμένο ζήτημα που προκύπτει στην επιλογή να ασκήσω ψυχοθεραπεία ή ψυχονοσηλεία είναι κατά πόσον είναι ηθικό και δεοντολογικό να υπερπεράσω το θεραπευτικό αίτημα του ίδιου του θεραπευόμενου. Η πιο σημαντική διάσταση, η δεοντολογική είναι λυμένη από τον ίδιο τον κώδικα δεοντολογίας των ψυχολόγων. Ο λειτουργός ασκεί όλα τα επιστημονικά μέσα που έχει στη διάθεση σου για την προαγωγή της υγείας του πελάτη.
Από την άλλη πλευρά, η προσκόλληση στο αίτημα που φέρνει ο θεραπευόμενος, δύναται να αναιρέσει την ίδια την δεοντολογία. Για παράδειγμα, μια θεραπευόμενη μπορεί να έρθει να μας ζητήσει τρόπους για να ξανακερδίσει πίσω τον πρώην της. Ο οποίος πρώην ίσως να την κακοποιούσε, ίσως να υποτιμούσε την αξιοπρέπεια και την υπόστασή της. Πόσο δικαιούται ο θεραπευτής να εμείνει στο αίτημα της θεραπευόμενης; Αυτό είναι το σωστό; Αυτό είναι το καλό της; Είναι πασιφανώς σκόπιμο, σε τέτοιες περιστάσεις, ο θεραπευτής να εξηγήσει και να ξεδιπλώσει τη δική του σκέψη για το ποιο θα ήταν ένα πραγματικό θεραπευτικό αίτημα για τη θεραπευόμενη. Ακόμα και αν η ίδια δεν το δεχόταν και διέκοπτε τη ψυχοθεραπεία. Κι όταν ο θεραπευτής δε λειτουργεί έτσι, τότε λειτουργεί ως επιχειρηματίας και όχι ως προαγωγός της ψυχικής υγείας.
Δεν είναι ο ρόλος του θεραπευτή να είναι πάντα ευχάριστος. Να λέει πάντα ναι, να δείχνει ενσυναίσθηση και φροντίδα όταν ο πελάτης δρα αυτοκαταστροφικά. Ούτε να νομιμοποιεί συναισθήματα και πράξεις που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια τρίτων προσώπων.
Ούτε βέβαια να συντηρεί αυτοκαταστροφικά μοτίβα, για παράδειγμα θυσίας και έλλειψης αυτοσεβασμού για χάρη της υποτιθέμενης συμπόνιας απέναντι στον θεραπευόμενο. Δεν είναι ακόμα ο ρόλος του, να ενισχύει συναισθήματα πόνου και απογοήτευσης, όταν αυτά έρχονται ως συνέπεια ενός διαρκούς μοτίβου στο ρόλο του θύματος. Η προσωρινή ανακούφιση, που βεβαίως και πρέπει να λάβει χώρα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει το θεραπευτικό έργο που είναι η ενθάρρυνση και η ενδυνάμωση για περισσότερη αυτογνωσία, ανάληψη ευθύνης και ενήλικη στάση ζωής, απαλλαγμένη από μοτίβα αυτοκαταστροφής και χειριστικότητας.
Εν κατακλείδι: ο θεραπευτής, για να λέγεται θεραπευτής πρέπει να εναλλάσσει το ρεπερτόριο του μεταξύ του ρόλου της Μητέρας, που φροντίζει και ανακουφίζει και του ρόλου του Πατέρα, που ενδυναμώνει εμφυσά θάρρος και προετοιμάζει τον θεραπευόμενο για την έξω ζωή χωρίς τη βοήθεια του. Αν είναι μόνο στο ρόλο της Μητέρας, παιδοποιεί, δημιουργεί σχέση εξάρτησης και τελικά αποδυναμώνει τον θεραπευόμενο. Αν είναι μόνο στο ρόλο του Πατέρα, σπρώχνει, οριοθετεί και υποχρεώνει σε ταχεία αυτονόμηση που δεν αντέχουν όλοι. Ο στοργικός Πατέρας που από τη μία ενσυναισθάνεται και από την άλλη πιέζει προς την εξέλιξη είναι ο ουσιαστικός θεραπευτικός ρόλος. Και δεν μπορεί να ασκηθεί, αν ο ίδιος ο θεραπευτής δεν έχει δουλέψει τους δικούς του φόβους για ενηλικίωση και ανάληψη ευθύνης. Όπως, λέω πάντα, ο καλός θεραπευτής είναι ο καλός θεραπευόμενος!
Χανιά, 3 Νοεμβρίου 2024
Νικολέτα Μπουλταδάκη