Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά – ο διπλός δεσμός στις ερωτικές σχέσεις
Ο διπλό δεσμός (double bind) είναι γνωστός στους κύκλους των ψυχοθεραπευτών ως υπόθεση για τη σχιζοφρένεια. Πράγματι, ο Gregory Bateson με τους συνεργάτες του Jackson, Haley και Weakland εξέδωσαν το άρθρο Toward a theory of schizophrenia το 1956, που εισάγει την έννοια του διπλού δεσμού για να εξηγήσει την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας σε ένα μέλος της οικογένειας. Μια κατάσταση διπλού δεσμού εμφανίζεται όταν ένα άτομο (συχνά ένα παιδί) λαμβάνει επανειλημμένες αντικρουόμενες εντολές από το ίδιο άτομο (ας πούμε, έναν ενήλικα) με το οποίο το παιδί έχει μια σημαντική συνεχή σχέση.
Το άρθρο του Bateson και των συνεργατών του αναφέρει το ακόλουθο –διάσημο- τραγικό παράδειγμα:
Ένας νεαρός άνδρας που είχε αναρρώσει αρκετά καλά από ένα οξύ επεισόδιο σχιζοφρένειας δέχτηκε επίσκεψη στο νοσοκομείο από τη μητέρα του. Χάρηκε που την είδε και παρορμητικά έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της, οπότε εκείνη αποτραβήχτηκε. Εκείνος τράβηξε το χέρι του και εκείνη ρώτησε: «Δεν με αγαπάς πια;» Στη συνέχεια αυτός κοκκίνισε, και εκείνη είπε: «Αγαπημένε, δεν πρέπει να ντρέπεσαι και να φοβάσαι τόσο εύκολα τα συναισθήματά σου».
Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο ταλαιπωρημένος ασθενής έγινε αμέσως βίαιος και επιθετικός όταν επέστρεψε στον θάλαμο.
Η βασική υπόθεση της θεωρίας του διπλού δεσμού είναι ότι το «θύμα» -το πρόσωπο που αποκτά ψύχωση- βρίσκεται σε μια επικοινωνιακή μήτρα, στην οποία
- τα μηνύματα αντιφάσκουν μεταξύ τους,
- η αντίφαση δεν μπορεί να επικοινωνηθεί
- και το άτομο δεν είναι σε θέση να αφήσει το πεδίο της αλληλεπίδρασης.
Ο Bateson και οι συνάδελφοί του πρότειναν ότι το τυπικό αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης και παρατεταμένης έκθεσης σε αυτό το είδος αδύνατης κατάστασης είναι ότι το παιδί μαθαίνει να ξεφεύγει από τον τραυματισμό και την τιμωρία απαντώντας με εξίσου αταίριαστα μηνύματα. Ο ασθενής φέρει το «σύμπτωμα» του οικογενειακού προβλήματος. Ως μέσο αυτοπροστασίας, μαθαίνει να αντιμετωπίζει όλες τις σχέσεις με αυτόν τον παραμορφωμένο τρόπο και τελικά χάνει την ικανότητα να κατανοεί το αληθινό νόημα των επικοινωνιών του ή των άλλων, πιστεύοντας ότι κάθε μήνυμα περιέχει ένα κρυφό νόημα.
Αν και οι επικοινωνίες διπλού δεσμού αργότερα αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν η αιτία της σχιζοφρένειας, η ιστορική σημασία αυτής της έρευνας ορόσημο είναι η εστίασή της στη σχιζοφρένεια ως πρωτότυπο των συνεπειών της αποτυχίας στο σύστημα επικοινωνίας μιας οικογένειας. Η υπόθεση του διπλού δεσμού ήταν αντίθετη με την καθιερωμένη οπτική της ψυχιατρικής κοινότητας. Εστιάζοντας στις σχέσεις, αμφισβήτησε την ορθόδοξη θέση ότι τα προβλήματα του σχιζοφρενή προέρχονται από τις εσωτερικές λειτουργίες του νου του, την επικρατούσα ψυχοδυναμική άποψη της εποχής.
Ανεξάρτητα αν η θεωρία του διπλού δεσμού οδηγεί πράγματι σε σχιζοφρένεια, ας συμφωνήσουμε ότι είναι μια φρικτή κατάσταση για τον δέκτη των αντικρουόμενων μηνυμάτων. Και δυστυχώς απαντάται το φαινόμενο, τούτο σε πολλές σχέσεις, κυρίως ερωτικές.
Τα αντιφατικά μηνύματα και οι αλλόκοτες στάσεις, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού του έρωτα. Και δικαιολογημένα. Ο ερωτευμένος βιώνει την συνεξάρτηση και το λιώσιμο μέσα και με τον άλλον. Ζει το Πλατωνικό θαύμα την συνάντησης με το ερμαφρόδιτο άλλο μισό που τόσο λαχταρούσε. Ταυτόχρονα, ο αυτόνομος εαυτός πλήττεται θανάσιμα. Και το ένστικτο επιβίωσης διαμαρτύρεται. Τη στιγμή που χάνω την ταυτότητα μου, το εγώ για χάρη του εμείς, και πετάω στον έβδομο ουρανό, κατακλύζομαι από απύθμενο φόβο εγκατάλειψης και παρακμής. Το διπλό αυτό συναίσθημα, η αγάπη και ο φόβος, δεν μπορούν παρά να οδηγούν σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η βιολογία του έρωτα έχει μικρή διάρκεια (κατά μέσο όρο 6 μήνες). Επομένως, αργά ή γρήγορα η «τρέλα» παρακμάζει και δίνει τη θέση της είτε στην αγάπη είτε στον χωρισμό.
Ο έρωτας είναι μια φυσικά αλλόκοτη κατάσταση. Μπορεί, πάραυτα να αποδειχθεί τρομερός για τους συντρόφους. Όταν οι σύντροφοι δεν έχουν το θάρρος να μοιραστούν με σαφήνεια του συναίσθημά τους. Το οποίο βασικό συναίσθημα είναι, κατά κανόνα, το εξής απλό: «σε αγαπώ τόσο πολύ, μου έχεις γίνει τόσο σημαντικός, που φοβάμαι ότι θα με πληγώσεις ανεπανόρθωτα αν με εγκαταλείψεις». Αυτή η πολυδύναμη κατάσταση μας βγάζει έξω από τα νερά μας και τα συνήθη μοτίβα επιβίωσής μας. Αν επικοινωνηθεί και αν είναι αμοιβαία, το συναίσθημα θα γαληνέψει και οι ερωτευμένοι θα ξαναίπτωνται στους αιθέρες. Αν δεν επικοινωνηθεί ή αν –ακόμα χειρότερα- δεν είναι αμοιβαίο, τότε ο φόβος κυριαρχεί και τα αντιφατικά μηνύματα κάνουν πάρτι.
Λέγεται ότι οι ερωτευμένοι δεν πάνε στον ψυχοθεραπευτή. Μύθος. Οι αμοιβαία ερωτευμένοι δεν πάνε. Αυτοί που βιώνουν την μοναξιά του έρωτα και αυτοί που βιώνουν τον διπλό δεσμό έρχονται απεγνωσμένοι για ψυχοθεραπεία. Δε ζητούν στήριξη, συμπόνια, θάρρος και άλλα θεραπευτικά διαμάντια. Ζητούν θαύματα: «Τι να κάνω για να μ’ αγαπήσει; Πώς θα μ΄ ερωτευτεί; Πώς θα γίνει να με θέλει; Τι κάνω λάθος;» Ψάχνουν εξηγήσεις: «Αφού λέει πως μ΄ αγαπά, γιατί δεν είμαι προτεραιότητα; Όταν είμαστε μαζί είναι υπέροχη, πώς εξηγείται ότι μετά χάνεται; Αφού δεν με περιλαμβάνει στη ζωή του, γιατί μόλις κάνω να φύγω, με κυνηγά;»
Αν τα αντιφατικά μηνύματα μιας μητέρας μπορούν να προκαλέσουν σχιζοφρένεια, τα αντιφατικά μηνύματα ενός εραστή, τι συνέπειες άραγε έχουν; Θα έλεγα παρόμοιες. Πάντα μου προκαλεί έντονη στοργή ο μπερδεμένος ερωτευμένος. Και μέσα στην τρέλα του έρωτα, η αλήθεια είναι ότι έχει δίκιο. Ο κυνικός παρατηρητής θα συμβούλευε τον λαβωμένο να ενδυναμώσει το αυτόνομό του κομμάτι και να φύγει από τη σχέση, αναζητώντας, στο μέλλον, έναν σύντροφο που θα έχει ακέραιη συμπεριφορά. O εστιασμένος-στο-συναίσθημα θεραπευτής θα αναζητούσε σχεσιακούς τύπους και θα έψαχνε φαύλους κύκλους μεταξύ επιδιώκωντα και αποσυρόμενου. Ο συστημικός θεραπευτής θα έψαχνε τα οικογενειακά σχεσιακά μοτίβα και πιθανόν να υποψιαζόταν επανάληψη σχεσιακού τραύματος στη σχέση με έναν γονιό ή με το γονεϊκό ζευγάρι. Σοφές επιλογές πιθανόν, αλλά άχρηστες επί του παρόντος. Αφού ο ερωτοχτυπημένος ζητά απαντήσεις.
Και είναι καθησυχαστικό να του εξηγήσεις ότι είναι θύμα διπλού δεσμού. Ότι η μετάβαση του από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη απελπισία είναι φυσιολογική όταν γίνεται δέκτης δύο αντικρουόμενων μηνυμάτων. Η καταφυγή στη θεωρία του διπλού δεσμού μπορεί να αποβεί σωτήρια για τον άνθρωπο που υποφέρει. Δίνει την ευθύνη στην επικοινωνία και όχι στη σχέση ή στο άλλο πρόσωπο και φυσιολογικοποιεί το χαοτικό συναίσθημα.
Η οδηγία σε όλα τα επικοινωνιακά παράδοξα είναι η μετεπικοινωνία, η συζήτηση, με άλλα λόγια, για την σχέση μεταξύ των εραστών. Η ανάδειξη όλων των πτυχών του συναισθήματος και η ανάληψη ευθύνης του καθενός για το συναίσθημα και την συμπεριφορική του απόκριση πάνω σε αυτό. Η μετεπικοινωνία από μόνη της αποτελεί απαραίτητο εφόδιο σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Η δυνατότητα μας να μιλάμε ανοιχτά για το πώς νιώθουμε στην αλληλεπίδραση και να ακούμε για το πώς νιώθει ο άλλος μαζί μας, οδηγεί σε συνδέσεις και δεσμούς με σεβασμό και αλληλοκατανόηση. Τα καλά νέα είναι ότι αυτή η «εκπαίδευση» είναι μέρος κάθε θεραπευτικής συνάντησης a priori και επομένως ο θεραπευόμενος ούτως ή άλλως εκπαιδεύεται πώς να μετεπικοινωνεί και να δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς.
Το μοίρασμα της τρωτότητας μας, που είναι συνυφασμένη, άλλωστε, με την ανθρώπινη φύση δεν είναι άραγε μια ερωτική, επαναστατική πράξη από μόνη της; Τα έχουν πει, όμως καλύτερα οι ποιητές:
“…..καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες…..”
Τάσος Λειβαδίτης ~ Συμφωνία ἄρ. 1 / απόσπασμα
Χανιά, 4 Αυγούστου 2024
Νικολέτα Μπουλταδάκη