Γιατί δεν μπορώ να απαλλαχτώ από αυτά που με «πάνε πίσω;»
Σε πολλές φάσεις της ζωής μας αναρωτιόμαστε γιατί δεν μπορούμε να είμαστε λειτουργικοί, γιατί φερόμαστε με τρόπο άλογο, γιατί καταφεύγουμε σε εθισμούς, ώστε να σταματήσουμε το μυαλό μας απ’ το να σκέφτεται (και τη ψυχή από το να πονά). Οι λόγοι μπορεί να είναι άπειροι, αλλά εδώ θα εστιάσουμε σε έναν. Στην εσωτερίκευση αλλότριων φωνών. Δηλαδή σε μια διαδικασία που φωνές σημαντικών ή απλά τραυματικών άλλων ηχούν μέσα μας σαν να ήταν δικές μας.
Παιδαγωγικά είναι γνωστό, ότι οι ετικέτες που βάζουμε στα παιδιά, ο τρόπος που απευθυνόμαστε σε αυτά και η εικόνα που τους παρουσιάζουμε γι’ αυτά, όταν μας απογοητεύουν, έχουν τη δύναμη να τα ορίζουν και τα οδηγούν να «παντρεύονται» μ’ έναν τρόπο τους ρόλους που τους φοράμε. Αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε, είναι το μέγεθος και το χρονικό μάκρος που μπορούν να διατηρήσουν αυτές οι εντολές μέσα μας.
Αν το μήνυμα, για παράδειγμα, που κάποτε λάμβανες έλεγε ότι είσαι τεμπέλης, θα έρθουν στιγμές, πολλά χρόνια αργότερα, που ενώ βρίσκεσαι σε παραγωγικό οίστρο, άξαφνα παρατηρείς τον εαυτό σου να παγώνει και να κάνει σκέψεις ανημποριάς, ανικανότητας, απογοήτευσης κλπ. Εκείνη τη στιγμή, άθελα σου, επαναφέρεις μέσα σου τη φωνή των γονιών που σε αποκαλούσαν τεμπέλη, και ασυνείδητα, τους τιμάς, ικανοποιώντας αυτόν τον ρόλο. Το συναίσθημα που βιώνεις είναι πανομοιότυπο με αυτό που βίωνες όταν το άκουγες παιδί, με τη διαφορά ότι πια εσύ είσαι ο θήτης του εαυτού σου.
Είναι φοβερό, πώς οι άνθρωποι οικειοποιούμαστε τις τραυματικές, εκείνες φωνές που κάποτε μας πλήγωσαν βαθιά. Ενώ θα περιμέναμε ότι μεγαλώνοντας θα βρίσκαμε τη δική μας φωνή, θα χτίζαμε εκ νέου την ταυτότητα και την εικόνα μας με έναν τρόπο αυτοσυμπονετικό και λειτουργικό, παραμένουμε πιστοί με έναν τρόπο στις φωνές των σημαντικών μας άλλων. Σαν να είναι ύβρις να πετάξουμε από πάνω μας τις ταμπέλες που μας φόρεσαν, σαν να νιώθουμε ότι έτσι τιμάμε τους γονείς μας: αποδεικνύοντας τους ότι είχαν δίκιο, ότι πράγματι δεν τα καταφέρνουμε, κι ίσως ακόμα- ακόμα ότι τους έχουμε ακόμα ανάγκη να μας δείχνουν το δρόμο της ζωής.
Η ψυχή δεν υπακούει σε όρους λογικής. Η ψυχή δεν είναι αντικειμενική. Ούτε αναγνωρίζει ως χρήσιμο μόνο το υγιές και λειτουργικό. Έχει τη δική της λογική, τις δικές της λαχτάρες, τα δικά της θέλω. Η ψυχή, πάνω απ’ όλα, δεν αναγνωρίζει ως σημαντικό το ενδοψυχικό. Είναι εξ ενστίκτου σχεσιακή και διαπροσωπική. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Γεννιέται, ανασταίνεται και ανθίζει μέσα σε σχέσεις. Οι σχέσεις τον αρρωσταίνουν και οι σχέσεις τον γιατρεύουν.
Η ψυχή δεν αναγνωρίζει ηλικίες. Αν τραυματίστηκε ως παιδί, θα παραμείνει, σε ένα επίπεδο, παιδί. Ο νους του ενήλικα θα της δίνει εντολές λογικές, λειτουργικές, «θεραπευτικές», αλλά αυτή είναι ανήμπορη να της ακούσει γιατί είναι ακόμα παιδί. Η ψυχή δεν αναγνωρίζει τη θυσία ως πρόβλημα αν ο στόχος είναι η αποδοχή του άλλου. Τολμά να παραμελήσει τις ανάγκες για αυτοπραγμάτωση προκειμένου να επιτύχει τη χαρά της σύνδεσης. Ένα παιδί ζητά αγάπη και αποδοχή. Αυτά ζητά η τραυματισμένη ψυχή μας. Πρώτα και πάνω απ’ όλα.
Για να κερδίσουμε την αποδοχή και την αγάπη, από βρέφη ακόμα, εφευρίσκουμε διάφορους τρόπους, φοράμε διάφορα κουστούμια ρόλων και πειραματιζόμαστε. Άλλος κάνει τον ήρωα και τα καταφέρνει με ό,τι καταπιάνεται για να κάνει τους γονείς περήφανους. Άλλος παίζει τον σωτήρα και το καλό παιδί για να κερδίσει την συμπάθεια και την αγάπη. Άλλος δοκίμασε αυτούς τους τρόπους και δε τα κατάφερε και αποφάσισε να προσποιηθεί ότι δεν τον ενδιαφέρει η αποδοχή, παίζοντας τον ρόλο του μαύρου πρόβατου ώστε να σιγουρευτεί ότι αφού είναι δύσκολος, αν κάποιος τύχει και τον αγαπήσει θα είναι σίγουρα αληθινό και δε θα ξαναπληγωθεί.
Η θεραπευτική εργασία, από συστημική σκοπιά, περιλαμβάνει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, την αναγνώριση της ανάγκης για ανοίκειν καταρχάς, κι έπειτα την κατανόηση των μοτίβων και ρόλων αλληλεπίδρασης που έχουμε υιοθετήσει για την ικανοποίηση αυτής της λαχτάρας.
Η απαλλαγή από δυσλειτουργικά μοτίβα σχετίζεσθαι είναι ο θεραπευτικός στόχος, αλλά ο δρόμος προς αυτόν οφείλει να είναι αργός, απαλός και με σεβασμό. Το εσωτερικό μας παιδί, το τραυματισμένο κομμάτι της ψυχής μας, έχει άλλους ρυθμούς κι άλλες αντοχές από ότι ο λογικός, ενήλικος νους. Χρειάζεται να μάθει τη συγχώρεση και την αυτοσυγχώρεση, τη συμπόνοια και την αυτοσυμπόνια, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια για να γαληνέψει και να ησυχάσει. Και ως αιώνιο παιδί, ως άλλος Πίτερ Παν, δε βιάζεται να μεγαλώσει. Απολαμβάνει τα παραμύθια, το παιχνίδι και τη μη ανάληψη ευθύνης. Και ποιος την αδικεί;
Χανιά, 11/10/2021
Νικολέτα Μπουλταδάκη