Οι 4 λαχτάρες της γιαγιάς Βιρτζίνια
Η Virginia Satir , διάσημη ψυχοθεραπεύτρια και συνδημιουργός της οικογενειακής ψυχοθεραπείας, στην μεταφορική απεικόνιση του ανθρώπινου ψυχισμού στο Ανθρώπινο Καλειδοσκόπιο αναφέρει ότι στο βάθος της ταυτότητας μας υπάρχει η αίσθηση του εαυτού -Εγώ Είμαι – και ακολουθείται από τις Λαχτάρες. Οι Λαχτάρες είναι πανανθρώπινες επομένως κάθε ανθρώπινο ον τις βιώνει και είναι αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξης, της συμπεριφοράς και του ψυχικού κόσμου εν γένει. Η κάθε Λαχτάρα έχει συγκεκριμένη λειτουργία και σκοπό σε κάθε άνθρωπο και είναι αδύνατον να εξαλειφθούν από τη ζωή μας. Μπορούμε να τις αποδεχτούμε, να μάθουμε να τις διαχειριζόμαστε διαφορετικά, να κατασκευάζουμε νέους τρόπους έκφρασής τους, αλλά δεν μπορούμε να τις διαγράψουμε από τη ζωή μας.
Η πρώτη λαχτάρα είναι για Μητέρα, η δεύτερη για Πατέρα, η τρίτη είναι η λαχτάρα για εαυτοαγάπη και η τέταρτη για αδελφή ψυχή. Μια μάνα να μας φροντίσει και να μας αγαπήσει άνευ όρων. Έναν πατερά να μας προστατέψει και να στέκεται δίπλα μας σε κάθε δυσκολία. Αποδοχή και αγάπη του εαυτού μας όπως είναι, αυτοεκτίμηση και αυτοσυμπόνια. Και έπειτα έναν σύντροφο να γιορτάσουμε την ύπαρξή μας μαζί του, να διαχυθούμε και να συγχωνευθούμε.
Οι λαχτάρες βρίσκονται στο βαθύτερο μέρος του ψυχισμού. Είναι αυτές που ουσιαστικά κρύβονται πίσω από τα συναισθήματά μας τους στόχους, τις συμπεριφορές μας τα συμπτώματα και τις οδύνες μας. Κατοικούν στο πιο απόκρυφο μας κομμάτι και ενώ τόσο μας καθορίζουν, μπορεί και να περάσουμε όλη μας τη ζωή αγνοώντας τες. Εφόσον τις κάνουμε ορατές, εφόσον τις αποδεχτούμε, το μονοπάτι της ζωής μας φωτίζεται από θάρρος και αυτοεκτίμηση. Αντίθετα, αν τις αρνηθούμε, τις αγνοήσουμε, ή τις απωθήσουμε αδειάζουμε το βίο μας από την ίδια μας την ουσία.
Μελετώντας τις λαχτάρες, νομίζω ότι η Σατίρ δεν τις παρουσίασε τυχαία με αυτή την σειρά. Η λαχτάρα για τη μάνα είναι μάλλον είναι μάλλον η πιο ισχυρή μας ανάγκη. Η μάνα που αγαπά, η μάνα που φροντίζει, η μάνα που θηλάζει, που νοιάζεται, που αγωνιά για εμένα, που με καμαρώνει και που με μεγαλώνει. Η μάνα που είναι εκεί για πάντα, η μάνα που ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν μου συμβεί θα με αποδεχτεί και θα με αγαπά. Η μάνα που θυσιάζει τις ανάγκες της, η μάνα που θρηνεί, όταν πονώ και που λάμπει, όταν γελώ. Η Μάνα. Όχι απαραίτητα η αληθινή, η σάρκινη, η γεννήτοράς μου. Η ιδανική Μάνα. Γιατί αλλιώς πώς θα αντέξουμε την αβάσταχτη παραδοξότητα της ύπαρξης; Ποιός διαστρεμμένος και άκαρδος θεός μας φέρνει στον κόσμο, χωρίς να μπορέσουμε να νιώσουμε ότι αξίζουμε την αγάπη;
Μεγάλος ο αγώνας μας και μεγαλύτερος ο πόνος μας κάθε φορά που αυτή η ψευδαίσθηση, αυτό το ιδανικό καταρρέει. Κάθε φορά που η μάνα δε στέκεται σαν ιδανική μάνα. Κάθε φορά που είναι απλώς άνθρωπος – πληγωμένη και η ίδια, αποκαρδιωμένη, θυμωμένη, απόμακρη. Χρόνια παράπονα και χρόνια ψυχοθεραπείας για να αποδεχτούμε το αυτονόητο: η μάνα μας είναι άνθρωπος, όπως κι εμείς. Κι ακόμα κι αν το δεχτούμε, δε παύουμε να το λαχταράμε, γιατί από εκεί αντλούμε κάθε αίσθηση αυταξίας, το ίδιο το νόημα της ύπαρξής μας.
Κι όταν έχουμε αποδεχτεί ότι έχει νόημα αυτή η ζωή, ότι μπορούμε να αγαπηθούμε, μπορούμε να συνδεθούμε, αναζητάμε τον προσωπικό μας δρόμο κι αναζητούμε την ασφάλεια. Κι εκεί έρχεται η λαχτάρα για Πατέρα. Πατέρα προστάτη, πατέρα βράχο, πατέρα καθοδηγητή, πατέρα δίκαιο, ισχυρό, σοφό, παντοδύναμο και αήττητο. Γυρεύουμε την αίσθηση του ότι κι αν μας συμβεί, αυτός ο μικρός θεός θα είναι πάντα εκεί για να μας σώσει, για να μας συντρέξει, για να «καθαρίσει» για εμάς. Πολεμάμε να κερδίσουμε την εκτίμηση του και την περηφάνια του για εμάς. Διψάμε για το «μπράβο» του και λαχταράμε το βλέμμα της αποδοχής του.
Κι ας έχουμε έναν πατέρα ευάλωτο αδύναμο, απόμακρο, κουρασμένο, απογοητευμένο, εξακολουθούμε να φαντασιωνόμαστε ότι κάποιος άλλος, κάπως αλλιώς είναι. Αν η μητέρα δίνει το νόημα στην ύπαρξή μας, ο πατέρας εμπνέει τον σκοπό της. Ό,τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν παλεύουμε, το δικό του χαμόγελο αναζητάμε πίσω από κάθε μας επιτυχία. Μέχρι και τότε να συνειδητοποιήσουμε ότι θεοί δεν υπάρχουν. Μόνο άνθρωποι που παλεύουν. Και συνεχίζουμε το δρόμο μας, με την επίγνωση πια ότι η ασφάλεια είναι μια ψευδαίσθηση, μια κατασκευή για να αναπνέουμε χωρίς τρόμο.
Και τότε μόνο, απαλλαγμένοι από τις φτερούγες της Μαμάς και του Μπαμπά μπορούμε και πρέπει να στραφούμε στις δικές μας, εσωτερικές, γονεϊκές πλευρές. Να ανακαλύψουμε και να αναδείξουμε τα δικά μας εσωτερικά βλέμματα αυταξίας και αυτοεκτίμησης. Να μας αγαπήσουμε και να μας φροντίσουμε. Να μας καθοδηγήσουμε και να μας προστατέψουμε. Να μας αποδεχτούμε και να μάθουμε να μας φροντίζουμε. Να μας αγκαλιάζουμε και να μας νταντεύουμε. Γιατί ιδανικοί γονείς δεν υπάρχουν. Και να υπήρχαν δεν μπορούν να είναι πάντα εκεί.
Κι αν το καταφέρουμε αυτό, συμβαίνει κάτι μαγικό. Αυτοαποδοχή σημαίνει αποδοχή της ανθρωπιάς μας. Αποδοχή της ευαλωτότητας μου, αποδοχή του γεγονότος ότι δεν είμαι θεός, δεν είμαι τέλειος, δεν είμαι ικανός για τα πάντα, δεν μπορώ πάντα να τα διαχειρίζομαι όλα, και δεν είμαι φτιαγμένος για να είμαι ατρόμητος, κι άρα ούτε και μόνος. Και εκείνη τη μαγική στιγμή αγαπάω ξανά τους γονείς μου. Τους αγαπάω αλλιώς. Με το βλέμμα του ενήλικα, κι όχι του παραπονιάρικου παιδιού. Πρέπει να συμπονέσω και να συγχωρήσω τον εαυτό μου που δεν είναι ιδανικός για να πλησιάσω τη ψυχή των γονιών μου. Πώς άλλωστε μπορεί να γίνει αλλιώς;
Και τότε, ίσως μόνο τότε, μου γεννιέται η λαχτάρα για την αδελφή ψυχή. Όχι για έναν σύντροφο, όχι για έναν συνοδοιπόρο, όχι για έναν άνθρωπο στο πλάι μου. Αλλά για τον άνθρωπο αυτό που θα με νοιώσει, που θα με αγαπήσει, που δε θα φοβηθεί να αφεθεί σε έμενα και που θα αντέξει και θα θελήσει το δικό άφημα σε αυτόν. Λαχτάρα κι αυτή. Ψευδαίσθηση και αυτή. Αλλά κι αυτή εξίσου ιερή. Ποια άλλη ψευδαίσθηση νικά τον υπαρξιακό τρόμο της μοναξιάς; Με όσο κόσμο κι αν βρισκόμαστε, ξέρουμε πάντα ότι είμαστε μόνοι. Και μόνοι θα πεθάνουμε. Η ιερή τρέλα του έρωτα, η αναβίωση του Πλατωνικού μύθου του ερμαφρόδιτου όντος, της αδελφής ψυχής, είναι το μόνο αντίδοτο στην απελπισία της μοναξιάς.
Κι ακόμα κι αν ξέρουμε λογικά και κυνικά ότι είναι ένα παραμύθι, ίσως η γνώση αυτή και μόνο, ότι δηλαδή είναι παραμύθι, να φτάνει. Όχι για να μην αναζητήσουμε την αδελφή μας ψυχή. Αλλά για να μην απογοητευτούμε όταν ανακαλύψουμε ότι και αυτή η θεότητα, τελικά έκρυβε από κάτω έναν άνθρωπο. Με σάρκα, με οστά, με λαχτάρες και ευκαιρία στο όνειρο, όπως ακριβώς κι εμείς.
Νικολέτα Μπουλταδάκη
Χανιά, 15 Ιουνίου 2021